- διφθερίτιδα
- Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο μικρόβιο της δ. ή του Löffler. Μεταδίδεται μέσω της αναπνευστικής, γαστρεντερικής οδού ή λύσης της συνέχειας του δέρματος, από πάσχοντες ή από υγιείς φορείς του μικροβίου και σπανιότερα από μολυσμένα αντικείμενα (μαντίλια, παιχνίδια κ.ά.). Ο χρόνος επώασης είναι δύο έως τέσσερις ημέρες. Προσβάλλει το αναπνευστικό σύστημα και το δέρμα. Στην αναπνευστική μορφή σχηματίζεται μια παχιά, γκριζωπή ψευδομεμβράνη στις αμυγδαλές και στον λάρυγγα, η διφθέρα, που αποσπάται με δυσκολία, προκαλώντας αιμορραγία.
Η δ. συχνά καταλήγει σε θάνατο από ασφυξία ή σε σοβαρές καρδιακές ή νευρικές βλάβες, αν δεν γίνει έγκαιρα η διάγνωση και η θεραπεία της. Στα συμπτώματά της περιλαμβάνονται ο χαμηλός πυρετός, η αναπνευστική δυσχέρεια, η αλλοίωση της φωνής, η διόγκωση των λεμφαδένων κλπ. Η διφθεριτική τοξίνη που κυκλοφορεί στο αίμα μπορεί να προκαλέσει καρδιακή ανεπάρκεια. Η δερματική μορφή έχει συνήθως πιο ήπια διαδρομή. Η θεραπεία της δ. γίνεται με τον αντιδιφθεριτικό oρό, ενώ σε όσους έχουν εμβολιαστεί παρέχεται νέα δόση εμβολίου. Η πενικιλίνη είναι αποτελεσματική ιδίως πριν απελευθερωθεί η διφθεριτική τοξίνη στο αίμα. Στη λαρυγγική δ. γίνεται διασωλήνωση ή τραχειοτομή. Η δ. είναι νόσος της παιδικής ηλικίας και η δήλωσή της στις υγειονομικές αρχές είναι υποχρεωτική, γιατί υπάρχει μεγάλος κίνδυνος μετάδοσης.
Σήμερα η δ. έχει εξαφανιστεί από όλες τις υγειονομικά προοδευμένες χώρες, χάρη στον προληπτικό εμβολιασμό που γίνεται με το διπλό ή το τριπλό εμβόλιο στα παιδιά.
* * *και διφθερίτις, η (Α διφθερῑτις)νεοελλ.λοιμώδης νόσος με παραγωγή ψευδομεμβρανών στους βλεννογόνους και κυρίως στον βλεννογόνο τού φάρυγγααρχ.γριά που φορά διφθέρα, κάπα.
Dictionary of Greek. 2013.